Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012




















Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ






Από το βιβλιο του Νικολάου Βαβρίτσα [2006] Σπηλιώτικα Χειρόγραφα δημοτικά τραγούδια Γεωργίου Στεφούλη. Χοροί - φορεσιές

4. Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ


Παλαιότερα, ο λαός παρήγαγε τα απαραίτητα για την κατασκευή των ενδυμασιών υλικά, χρησιμοποιώντας την ακατέργαστη πρώτη ύλη που ήταν κυρίως τα μαλλιά των αιγοπροβάτων. Στο Σπήλαιο, αλλά και γενικότερα στην περιοχή Γρεβενών, όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδος, η κατα-σκευή των παραδοσιακών φορεσιών[1] απασχολούσε τις μανάδες αμέσως με-τά τη γέννηση των παιδιών τους. Η διαδικασία αυτή, μάλιστα, εντασσόταν στα πλαίσια της ετοιμασίας των προικιών των παιδιών. Κάθε γυναίκα από πολύ μικρή ηλικία έπρεπε να μάθει, εκτός των άλλων, και την κατεργασία του μαλλιού. Ήταν υποχρεωμένη, επίσης, να μάθει να γνέθει, να υφαίνει, να πλέκει, να ράβει, να κεντάει και, γενικά, να γνωρίζει να δουλεύει την ακα-τέργαστη πρώτη ύλη. Όλη η ευθύνη για την επεξεργασία και παραγωγή των απαραίτητων για την κατασκευή των φορεσιών υλικών ήταν δική τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η οικοτεχνία να αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε, ειδικότερα στον τομέα της γυναικείας χειροτεχνίας και του κεντήμα-τος, να δημιουργηθούν πραγματικά αριστουργήματα τέχνης.
Η διαδικασία αυτή ακολουθούσε πιστά μια σειρά από διεργασίες που έπρεπε να λάβουν χώρα, ώστε να υπάρξει το ποθητό αποτέλεσμα. Πρώτη από αυτές ήταν η συλλογή του μαλλιού με το κούρεμα των αιγοπροβάτων. Ακολουθούσε το πλύσιμο (ανάλογα με τις ανάγκες), το βάψιμο και στέ-γνωμα του μαλλιού, η διαλογή του, το "γριαίσιμο" και το λανάρισμα, το γνέ-σιμο στη ρόκα και τέλος το στρίψιμο σε νήμα και το μάζεμα σε κουβάρια. Κατόπιν, το έτοιμο γνεσμένο νήμα, μαζεμένο σε κουβάρια, μεταφερόταν στην "ανέμη", για να δημιουργηθούν τα δυασίδια, από τα οποία δημιουρ-γούνταν το στημόνι και τα υφάδια. Το υφάδι το μάζευαν μασούρια στο τσι-κρίκι, και εν συνεχεία το περνούσαν στη σαΐτα έτοιμο για ύφανση στον αρ-γαλειό, που δεν έλειπε από κανένα σπίτι. Συνήθως για μεγαλύτερη ευκολία το μαλλί βαφόταν αφού είχε γίνει νήμα. Τα υφάσματα που ύφαιναν στον αργαλειό (αδίμιτα[2], κάλτσινα κ.ά.) τα πήγαιναν στα μαντάνια για να μπά-σουν (σφίξουν) και να μαλακώσουν. Τα νεότερα χρόνια (18ος-19ος αιώνας), για την κατασκευή των φορεσιών, χρησιμοποιούσαν εκτός από τα οικοτεχνι-κά υφαντά και αγοραστά υφάσματα (στόφες, κατιφέδες, και άλλα "εισαγό-μενα" υλικά κατασκευής), τα οποία έρχονταν με τους κυρατζήδες στα πα-ζάρια, από τις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης.
Παλιότερα, κάθε οικογένεια, στο διάστημα που μεσολαβούσε από τους αρραβώνες ως το γάμο έπρεπε να συμπληρώσει τις ελλείψεις και να ετοιμά-σει όσα ρούχα δεν ήταν έτοιμα από πριν. Κάθε νύφη έπρεπε να έχει 4-5 τσιπούνια, 4-5 κάπες διαφορετικές, 5-6 φουστάνια, ποδιές και φλουριά, τα οποία θα τα είχε για όλη της τη ζωή. Αντίστοιχες ετοιμασίες γίνονταν και στο σπίτι του γαμπρού. Οι γυναίκες του σπιτιού, βοηθούμενες και από συγ-γενείς ή φίλες που είχαν και την ιδιότητα της "μοδίστρας", έραβαν, έπλεκαν, ύφαιναν και κεντούσαν τις φούστες, τα εσώρουχα, τα μαντίλια, τις ποδιές, τα φουστάνια, τις φουστανέλες των ανδρών κ ά. Για το ράψιμο των φορε-σιών υπήρχαν τοπικοί ραφτάδες, που, έχοντας αναπτύξει πρωτόγονα εργα-στήρια, εγκαθίσταντο στο σπίτι του ενδιαφερόμενου και κατασκεύαζαν τις απαραίτητες για το γάμο, αλλά και για τη μετέπειτα ζωή τους, φορεσιές. "Ένα μήνα έκαναν οι ραφτάδες σε ένα σπίτι. Τρεις-τέσσερις ραφτάδες να ρά-βουν τα νυφιάτικα"[3]. Συνήθως οι ραφτάδες έραβαν και διακοσμούσαν τα τσι-πούνια (ανδρικά και γυναικεία), τα χολέβια, τα κοντέσια τα τσιαμαντάνια τις κάπες και τις μαλιωτάρες. Μεταξύ των τοπικών ραφτάδων του Σπηλαίου αναφέρονται οι: Γεώργιος Κολοβός, Θωμάς Αναγνώστου, Κώστας Βαβρί-τσας, Νικόλαος Αρχοντούλης με τον Ανδρέα Κολοβό κ.ά. Τσαρουχάδες αναφέρονται οι: Χρήστος Βαβρίτσας (επί Τουρκίας), Ζήσης Σαρρής (1940 και μετά), Χρήστος Βήττος, Ιωάννης Ανδρέου, Νικόλαος Ταρλατζής, Γεώρ-γιος Ράμμος κ.ά.
Η περιγραφή της φορεσιάς του Σπηλαίου, η οποία πραγματοποιείται στην παρούσα έκδοση, βασίστηκε σε προσωπική έρευνα των τελευταίων χρόνων (1974 και μετά) και ειδικότερα: α) στις προφορικές μαρτυρίες (συ-νεντεύξεις κατοίκων του χωριού), β) στα "κομμάτια"[4] της αυθεντικής φορε-σιές που βρίσκονται στα σπίτια Σπηλαιωτών, στο χωριό αλλά και σε άλλες πόλεις, και γ) σε παλαιότερο φωτογραφικό υλικό (1915 και έπειτα), που υπάρχει στα σπίτια αρκετών Σπηλαιωτών.
Από τα παραπάνω δεδομένα δεν είναι δυνατόν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα για τη χρονολογική της τοποθέτηση. Αυτό γιατί πιο παλιό-τερα στοιχεία της, όπως είναι τα οικοτεχνικά υφαντά, τα κεντήματα κλπ., αναμιγνύονται με νεότερα (στόφες, κατιφέδες και άλλα εισαγόμενα υλικά κατασκευής), με αποτέλεσμα να προκαλούνται αλλαγές στη μορφολογία της. Αυτό συνέβη, όταν η οικονομική ανάπτυξη περιοχών της Πίνδου, τον 18ο και κυρίως τον 19ο αιώνα, δημιούργησε αστικές αντιλήψεις και απαιτή-σεις, με αποτέλεσμα την εξέλιξη της φορεσιάς από χωρική σε αστική, δια-τηρώντας βέβαια πολλά στοιχεία της παλιότερης παραδοσιακής μορφής.
Γενικά, η φορεσιά του Σπηλαίου (αντρική και γυναικεία) μπορεί να χαρακτηριστεί "λιτή", χωρίς όμως να υστερεί σε λάμψη και λαμπρότητα (ιδιαίτερα η γιορτινή). Η κατασκευή της ήταν προσεγμένη, χωρίς υπερβολές στα κεντήματα, τα στολίδια και τα χρώματα, με γνώμονα την πρακτικότητα και άνεση στις δουλειές και την προστασία από το κρύο. Ο τρόπος ένδυσης όλων των κατοίκων ήταν περίπου ομοιόμορφος, χωρίς μεγάλες διαφοροποιή-σεις. Ίσως οι πιο εύποροι να τη διακοσμούσαν λίγο περισσότερο, να έραβαν περισσότερες φορεσιές και να φορούσαν περισσότερα στολίδια, όμως και οι πιο φτωχοί προσπαθούσαν, στερούμενοι από άλλα αγαθά, να βελτιώνουν συνεχώς τον τρόπο ένδυσής τους.
Η παρουσίαση της φορεσιάς θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το φύλο και την ηλικία, ήτοι: ανδρική, γυναικεία και παιδική. Για κάθε κατηγορία[5] θα πραγματοποιηθεί σχετική αναφορά για τη φορεσιά των ενδιάμεσων ηλι-κιών, καθώς και πως το κάθε τι αποτελούσε μέρος της καθημερινής, της γιορτινής ή της γαμπριάτικης και νυφικής ενδυμασίας. Για την παιδική φορεσιά θα πραγματοποιηθεί χωριστή περιγραφή.


4.1. Η αντρική φορεσιά

Μέχρι το 1930 περίπου, όλοι οι άνδρες και οι έφηβοι φορούσαν φου-στανέλες. Εν συνεχεία, οι φουστανέλες άρχισαν να αντικαθίστανται από τις κιλότες και τα Ευρωπαϊκά. Επίσημη φορεσιά ήταν τα άσπρα (όλοι οι άνδρες φορούσαν άσπρες φουστανέλες). Οι νεότεροι, μέχρι να παντρευτούν, φορού-σαν μαύρες φουστανέλες. Επίσημη φορεσιά για τους νέους ήταν τα μαύρα, αλλά έπρεπε να είναι καινούρια. Τα μέρη της αντρικής φορεσιάς ήταν:
4.1.1. Κατασάρι: Φανέλα λευκή ή κιτρινωπή πλεγμένη στο χέρι, η οποία φοριόταν κατάσαρκα. Παλιότερα κατασκευαζόταν και από λεπτό, υφαντό δίμιτο ύφασμα. Στην άκρη των μανικιών, στον καρπό, εφαρμόζονταν τα χειρότια, που ήταν είδος μανσέτας, 15-20 πόντους περίπου, πλεχτές με βελόνες και χοντρό νήμα στο χέρι.
4.1.2. Φουστανέλα: Υπήρχαν δύο τύποι φουστανέλας. Ο πρώτος τύ-πος είχε τη μορφή πουκαμίσας (πχάμσου), το πίσω μέρος της οποίας απο-τελείτο από ίσιο πανί (ύφασμα) χωρίς πτυχές, ενώ το μπροστινό είχε λίγες πτυχές (9-10 λαγκιόλια). Κατασκευάζονταν από αγοραστό πανί κάποτο (λίγο πιο χοντρό απ’ το χασέ) το οποίο, επειδή ήταν κιτρινωπό, το "έβαζαν στη βουνιά" και το κοπανούσαν με τον κόπανο στο ποτάμι για να ασπρίσει. Το μπροστινό επάνω μέρος, ήταν σχιστό μπροστά μέχρι τη μέση και κούμπωνε με κουμπιά ή ζάβες. Αριστερά και δεξιά είχε πτυχές διακοσμημένες με σχέδια φτιαγμένα στη ραπτική μηχανή. Ο γιακάς ήταν του τύπου του παπα-δίστικου γιακά, τα δε μανίκια στενά με μανσέτα ή φαρδιά. Αυτός ο τύπος αποτελούσε στοιχείο της καθημερινής φορεσιάς και φοριόταν πάνω από το κατασάρι.
Ο δεύτερος τύπος φουστανέλας διαφοροποιούνταν από τον πρώτο στο ότι τα μανίκια ήταν φαρδιά, χωρίς μανσέτες, και στο ότι είχε πολλά (σαράντα και πάνω) λαγκιόλια τα οποία "έρχονταν τούφα γύρω-γύρω". Ενωνόταν με το επάνω μέρος (κορμί) και κάλυπτε το σώμα περίπου μέχρι το γόνατο. Κατασκευαζόταν από άσπρο ή μαύρο αγοραστό πανί (χασέ) από τις μοδίστρες του χωριού. Οι νέοι φορούσαν μαύρη φουστανέλα. Το μήκος της έφτανε στους νεότερους λίγο πιο πάνω από το γόνατο (μία παλάμη) και στους μεγαλύτερους μέχρι το επάνω μέρος του γονάτου. Οι κλέφτες φορούσαν παρδαλές φουστανέλες και είχαν περισσότερα λαγκιόλια. Αυτός ο τύπος αποτελούσε στοιχείο της γιορτινής και της γαμπριάτικης φορεσιάς. Επίσης φοριόταν μόνο με το τσιαμαντάνι την 1η Ιανουαρίου στα “λουκατσιάρια».
4.1.3. Τσιράπια: Μάλλινες, άσπρες ή μαύρες, πλεχτές στο χέρι κάλ-τσες, κοντές ή μέχρι το γόνατο. Οι άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι φορούσαν τ’ άσπρα, έβαζαν άσπρες κοντές κάλτσες, ενώ οι νεότεροι, οι οποίοι φορούσαν τα μαύρα, σκουρόχρωμες ή μαύρες. Υπήρχαν και σκουρό-χρωμα τσιράπια κεντημένα, τα οποία έφταναν μέχρι το γόνατο και τα φο-ρούσαν τα παιδιά αλλά και οι μεγαλύτεροι με την κιλότα, η οποία έμπαινε μέσα σ’ αυτά.
4.1.4. Χολέβια: Μάλλινοι επενδύτες των ποδιών, "άσπροι σαν χαρτί", οι οποίοι έφταναν μέχρι τα "ριζά", δηλαδή μέχρι επάνω στους μηρούς. Στο επάνω μέρος είχαν θηλύκια, δέτες ή βρακολούρια, με τα οποία πιάνονταν σε ζώνη (γερό σχοινί πλεγμένο από τις γυναίκες, το οποίο ονομαζόταν δέμα ή βρακοζούνα) περασμένη στη μέση. Στο κάτω μέρος, στο κότσι, ήταν ανοι-χτά για να φοριούνται εύκολα και κούμπωναν με ζάβες ή κόπιτσες, ώστε να εφαρμόζουν καλά. Τα χολέβια κατασκευάζονταν από αδίμητο, χοντρό ύφα-σμα σε άσπρο και μαύρο χρώμα, υφασμένο στον αργαλειό. "Τα χολέβια ήταν παπούδκα". Κυρίως άσπρα, τα φορούσαν οι ηλικιωμένοι και στην καθημερι-νή και στη γιορτινή φορεσιά. Οι κάλτσες, άσπρες ή μαύρες, έμοιαζαν με τα χολέβια. Η διαφορά τους ήταν στο ότι κατασκευάζονταν από πιο λεπτό ύφα-σμα, το κάλτσινο, και ήταν πολύ πιο στενές. Τις κάλτσες τις δένανε από κάτω, για να μην πάνε ούτε κάτω ούτε πάνω, με δερμάτινη στενή λωρίδα φτιαγμένη από τους τσαγκάρηδες, το κοντολούρι Ήταν τόσο στενές που, όταν θέλανε να τις φορέσουν, έβαζαν χαρτιά για να γλιστράνε. Τις φορού-σαν οι νεότεροι.
4.1.5. Φούντες - Καλτσο(δ)βέτες: Τις φορούσαν κάτω από τη γάμπα για να στηρίζουν τα χολέβια ή τις κάλτσες. Κατασκευάζονταν από μάλλινο ύφασμα πάνω στο οποίο έπλεκαν και κεντούσαν, συνήθως τα κορίτσια, με μονίστια (μικρές πολύχρωμες χάνδρες) διάφορα σχέδια. Όσοι είχαν χρήματα φορούσαν δερμάτινες (πέτσινες) καλτσοδέτες επενδυμένες με μικρές κεντη-μένες ασημένιες πλάκες. Πίσω είχαν φούντες κατσικίσιες για να γυαλίζουν. Οι καπεταναραίοι τις επένδυαν με φλουριά.
4.1.6. Τσιαμαντάνι: Αμάνικο κοντό γιλέκο κατασκευασμένο στο μπρο-στινό του μέρος από χοντρό μαύρο ή μπλε λουλακίσιο ύφασμα (σαν βε-λούδο) και στην πλάτη από δίμιτο υφαντό. Υπήρχαν δύο τύποι γιλέκου. Ο πρώτος τύπος κούμπωνε μπροστά με ζάβες και ο δεύτερος σταυρωτά στο πλάι. Ο πρώτος τύπος ήταν κεντημένος μπροστά με λουτρά (κορδόνι χειρο-ποίητο ή αγοραστό) και φοριόταν κυρίως από τους νεότερους, χωρίς να κουμπώνει, ενώ ο δεύτερος από τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Είχε και τσε-πάκι κεντημένο, το σουπάνι, στο οποίο έβαζαν το ρολόι ή κρεμούσαν την κλούτσα. Το τσιαμαντάνι το φορούσαν πάνω από τη φουστανέλα (έφηβοι και άνδρες) με την καθημερινή, τη γιορτινή και τη γαμπριάτικη φορεσιά.
4.1.7. Τσιπούνι. Μάλλινος, άσπρος ή μαύρος, επενδύτης, ανοιχτός μπρο-στά χωρίς να κουμπώνει, κατασκευασμένος από ύφασμα αδίμιτο. Από τη μέση ξεκινούν 17-21 λαγκιόλια, γύρω-γύρω, το μήκος των οποίων, στους νεότερους, έφτανε λίγο πιο πάνω από το γόνατο, ενώ στους γεροντότερους μέχρι τα γόνατα. Αριστερά και δεξιά είχε δύο σχισίματα, που εσωτερικά σχημάτιζαν δύο τσέπες. Το άσπρο τσιπούνι ήταν διακοσμημένο στο επάνω μέρος μπροστά στο στήθος και γύρω-γύρω, με μεταξωτό εκρού κορδόνι (λουτρά) και το μαύρο με βυσσινί. Φοριόταν συνήθως από τους μεγαλύτερους σε ηλικία, που φορούσαν τα άσπρα. Το μαύρο φοριόταν κυρίως από τους νεότερους, που φορούσαν τα μαύρα. Πολλές φορές, ωστόσο, μαύρο τσιπούνι φορούσαν και οι μεγαλύτεροι, ακόμη και οι γαμπροί. Το τσιπούνι το φορούσαν πάνω από το τσιαμαντάνι και με την καθημερινή και με την γιορτινή και με τη γαμπριάτικη φορεσιά. Στα νεότερα χρόνια, κυρίως από τους νεότερους, το τσιπούνι άρχισε να αντικαθίσταται από το παλτό.
4.1.8. Κοντέσ(ι): Γιλέκο με μανίκια, κατασκευασμένο από άσπρο, υφα-ντό, δίμιτο ύφασμα. Ήταν ανοιχτό μπροστά, χωρίς να κουμπώνει, και φοριό-ταν εφαρμοστά επάνω από το τσιπούνι. Τα μανίκια, ανάλογα με την περί-σταση και τις καιρικές συνθήκες, κρέμονταν πίσω ή τοποθετούνταν στα χέ-ρια. Στη δεύτερη περίπτωση, τα μανίκια της φουστανέλας έβγαιναν προς τα έξω, περνώντας μέσα από τα ανοίγματα που είχαν στο εσωτερικό τους μέ-ρος. Ήταν διακοσμημένο γύρω-γύρω, με μεταξωτό εκρού κορδόνι (λουτρά). Φοριόταν με το άσπρο και το μαύρο τσιπούνι και αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο της γιορτινής, κυρίως όμως της γαμπριάτικης φορεσιάς.
4.1.9. Ζ(ω)νάρι: Στη μέση πάνω από το τσιπούνι φοριόταν το ζωνάρι. Αποτελούνταν από λωρίδα υφάσματος φάρδος 15-20 πόντων. Το ύφαιναν στον αργαλειό ή το αγόραζαν έτοιμο από την αγορά. Το χρώμα του ήταν κυρίως μαύρο, αλλά χρησιμοποιούσαν και ζωνάρια διαφόρων χρωμάτων όπως: βυσσινί, γαλάζιο (σούτναβο), κ.ά. "Δεν ίβλιπις άνδρα χουρίς ζναρ’, βαστούσε πολύ τ’ μέσ’". Παλιότερα, πριν το 1920, βάζανε και σιουλάχι που ήταν δερμάτινο ζωνάρι με θήκη, όπου τοποθετούσαν διάφορα πράγματα.
4.1.10. Σκούφια. Κάλυμμα του κεφαλιού. Υπήρχαν δύο τύποι σκού-φιας. Ο ένας τύπος, τον οποίο φορούσαν παλιότερα επί Τουρκίας, ονομάζο-νταν αρβανίτικη σκούφια και την έφερναν από τα Γιάννενα και την Αλβανία οι κυρατζήδες. Ήταν στρογγυλή, άσπρη σκούφια από άσπρο δίμιτο "σουρ-λουτή τον ανήφορο", κεντημένη γύρω-γύρω με κίτρινα σιρίτια. Ο άλλος τύ-πος, που ήταν και ο επικρατέστερος, ήταν ο μαύρος, στρογγυλός σκούφος, κεντημένος γύρω-γύρω, ο οποίος κατασκευαζόταν από χοντρό χνουδωτό ύφασμα και ονομάζονταν "κούκος". Φοριόταν στραβά στο κεφάλι και, προ-κειμένου να στηρίζεται και να μην πέφτει, έραβαν μια ζάβα που πιανόταν από τα μαλλιά.
4.1.11. Τσαρούχια: Δερμάτινα υποδήματα χωρίς κορδόνια, με φούντες και χωρίς φούντες. Τα επίσημα τσαρούχια με φούντες τα κατασκεύαζαν με δέρμα αδιάβροχο λουστρίνι και τα διακοσμούσαν γύρω-γύρω με διάφορα σχέδια. Τα τσαρούχια χωρίς φούντες ήταν μυτερά μπροστά και τα λέγανε  τζουμπανιάρικα ή αρβανίτικα ή τσιάμικα. Πολλές φορές -άγνωστο γιατί- τα φορούσαν χωρίς κάλτσες. Τα τσαρούχια με φούντες ήταν υποδήματα μαύρα ή βυσσινί με τρίχινη περιποιημένη φούντα  Τα κατασκεύαζαν τοπικοί τσαγ-κάρηδες ή τα αγόραζαν από τα Γρεβενά με παραγγελία που έδιναν στον τσαγκάρη κατά την επίσκεψή του στο χωριό. Τα τσαρούχια με φούντες απο-τελούσαν στοιχείο της επίσημης και γαμπριάτικης φορεσιάς. Φορούσαν επί-σης δερμάτινα παπούτσια, που ονομάζονταν κυρατζήδικα. Για να αντέχουν στη φθορά τα τσαρούχια και τα παπούτσια τα έβαζαν από κάτω πρόκες (προκαδούρα). Τα γουρ(ου)νοτσάρ(ου)χα ήταν υποδήματα  από δέρμα γου-ρουνιού, τα οποία κατασκεύαζαν οι ίδιοι οι κάτοικοι, παίρνοντας μόνοι τους τα μέτρα. Κατασκευάζονταν και από δέρμα βοδιού, αλλά δεν τα προτιμού-σαν γιατι στέγνωναν. Τα φορούσαν τις καθημερινές και στα χωράφια.
4.1.12. Μπουραζάνα: Είδος παντελονιού κατασκευασμένο από άσπρο υφαντό στον αργαλειό ύφασμα. Στο επάνω μέρος ήταν ραμμένη μια διπλωμένη στενή υφασμάτινη λωρίδα, "ντόκ", μέσα στην οποία περνούσε σχοινί, ο σκουμποδέτης ή βρακοζούνα. Η μπουραζάνα αποτελούσε στοι-χείο της καθημερινής φορεσιάς. Τη φορούσαν με το τσιαμαντάνι κυρίως το χειμώνα. Η σιαλβάρα ήταν μαύρη πιο κοντή και φαρδιά (τέσσερις μάνες) την οποία τη φορούσαν το χειμώνα με τσιράπια. Η μπουραζάνα και η σιαλβάρα δεν αποτελούσαν κύριο στοιχείο της τοπικής φορεσιάς και πρέπει να ενσωματώθήκαν γύρω στο 1925-30.
4.1.13. Ταλαγάνι: Χειμερινός, χοντρός, μαύρος επενδύτης με ζαρκού-λα (κουκούλα) και μανίκια. Κατασκευαζόταν από τους τοπικούς ραφτάδες με υφαντό στον αργαλειό γιδομαλλίσιο ύφασμα, που άντεχε στη βροχή και το χιόνι. Το μήκος του έφτανε λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Το φορούσαν το χειμώνα οι παππούδες πάνω απ’ το τσιπούνι, για προστασία από το κρύο, κυρίως όμως για προστασία από τη βροχή και το χιόνι.
4.1.14. Μαλιωτάρα-Γκαμπανίτσα: Χειμερινός, χοντρός, μαύρος επεν-δύτης με ζαρκούλα (κουκούλα) και μανίκια. Κατασκευαζόταν από τους το-πικούς ραφτάδες από ύφασμα προερχόμενο από μαλλί πρόβειο, υφασμένο στον αργαλειό, το οποίο είναι πιο ελαφρύ και μαλακό. Το μήκος του έφτανε λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Το φορούσαν το χειμώνα πάνω απ’ το τσι-πούνι, για προστασία από το κρύο.
4.1.15. Κάπα: Ενισχυμένος φαρδύς και μακρύς επενδύτης με ζαρ-κούλα (κουκούλα ραμμένη σταθερά ή με κουμπιά για να βγαίνει), με μανίκια διακοσμητικά κρεμασμένα κάτω ή χωρίς μανίκια. Κατασκευάζονταν από τους ραφτάδες με υφαντό στον αργαλειό γιδομαλλίσιο ύφασμα. Εσωτερικά είχε δύο ενσωματωμένες τσέπες, στις οποίες έμπαιναν οι παλάμες και τύλι-γαν επανωτίζοντας, το μπροστινό μέρος του σώματος. Επάνω στις πλάτες ήταν ενισχυμένη, ώστε να αντέχει στη βροχή και το χιόνι. Υπήρχαν δυο τύποι κάπας: η μία ονομάζονταν "μπιτούλ" και είχε τη ζαρκούλα ενωμένη και η άλλη ήταν με κουμπιά , ώστε να μπορεί να αφαιρείται. Τη χρησιμο-ποιούσαν οι κυρατζήδες στις μακρινές μετακινήσεις τους και οι τσοπανα-ραίοι στο γρέκι για ύπνο.
4.1.16. Παλτό: Μαύρος επενδύτης, με μανίκια, ο οποίος αντικατέστη-σε το τσιπούνι. Κατασκευάζονταν από τους τοπικούς ραφτάδες με χοντρό ύφασμα υφασμένο στον αργαλειό ή έτοιμο αγοραστό. Κούμπωνε μπροστά με κουμπιά και το μήκος του έφτανε λίγο πιο πάνω από το γόνατο. Το φορούσαν πάνω από τη φουστανέλα και το τσιαμαντάνι. Άρχισε να χρησι-μοποιείται, ιδιαίτερα από τους νέους, από το 1936 περίπου και μετά.


4.2. Η γυναικεία φορεσιά

Η γυναικεία φορεσιά, σε αντίθεση με την αντρική, που ήταν λιτή και πιο ομοιόμορφη, διακρίνεται για τη μεγάλη ποικιλία χρωμάτων, σχεδίων, κεντημάτων, υφασμάτων και στολιδιών, τα οποία φανερώνουν την φαντασία και καλαισθησία των γυναικών. Τα μέρη της γυναικείας φορεσιάς ήταν:
4.2.1. Κατασάρι: Φανέλα μάλλινη λευκή ή κιτρινωπή, πλεγμένη στο χέρι ή από υφαντό (α)δίμιτο, χτυπημένο ελαφρά στο μαντάνι. Φοριόταν κα-τάσαρκα. Στην άκρη των μανικιών, στον καρπό, εφαρμόζονταν κεντημένα άσπρα ή μαύρα χειρότια.
4.2.2. Πουκάμισο (πχάμσου): Πάνινος (χασεδένιος) επενδύτης, σχι-στός μπροστά, με λαιμόκοψη. Κούμπωνε μπροστά με κόπτσες. Κατασκευα-ζόταν αμάνικος αλλά ήταν δυνατόν να προσαρμοστούν και μανίκια. Το φορούσαν πάνω από το κατασάρ’.
4.2.3. Φούστα (Γκόρνα): Αμάνικο ολόσωμο φουστάνι, ανοιχτό μπρο-στά μέχρι τη μέση (έκλεινε με κόπτσες), με σούρα στη μέση. Τη φορούσαν πάνω από την πουκαμίσα. Την έραβαν οι γυναίκες με δίμιτο ή άλλο ύφασμα φτιαγμένο στον αργαλειό ή την έπλεκαν στο χέρι. Στο επάνω μέρος, δεξιά και αριστερά από το στήθος, ράβονταν δύο στενές λωρίδες από κατιφέ, μεταξωτό ή άλλο ύφασμα. Στον ποδόγυρο υπήρχε δαντέλα πλεχτή στο χέρι ή έτοιμο αγοραστό σιρίτι και λίγο πιο πάνω σιρίτι από κατιφέ ή κέντημα με βελόνι. Το μήκος τους έφτανε περίπου μέχρι το κότσι. Οι γκόρνες είχαν διάφορα χρώματα: άσπρο (για το καλοκαίρι), πράσινο, κόκκινο, γκρι, μπλε, τριανταφυλλί κ.ά. Η γκόρνα φοριόταν με την καθημερινή φορεσιά, ως μισοφόρι, αλλά τη φορούσαν και για ζέστη, κάτω από το φόρεμα και με τη γιορτινή φορεσιά. Μερικές γυναίκες φορούσαν και δύο γκόρνες, μία παλιά από κάτω και μια καινούρια επάνω.
4.2.4. Φουστάνι: Φόρεμα που το έραβαν οι γυναίκες - μοδίστρες του χωριού. Τα υφάσματα που χρησιμοποιούσαν πιο παλιά ήταν μάλλινα και βαμβακερά, αγοραστά ή υφασμένα από τις ίδιες με λεπτές κλωστές, σε διά-φορα χρώματα (κρασάτο, πράσινο, καφέ κ.ά.). Στη συνέχεια προστέθηκαν τα αγοραστά ριγέ βαμβακομέταξα, οι μεταξωτές στόφες (συνήθως μπλε σκούρες) και οι κατιφέδες (βελούδα), που θεωρούνταν τα καλύτερα φου-στάνια. Οι στόφες και οι κατιφέδες, αποτελούσαν στοιχείο της γιορτινής και της νυφικής φορεσιάς. Για το ράψιμο ενός φουστανιού χρειάζονταν περίπου εφτά πήχες ύφασμα. Το φουστάνι ήταν ανοιχτό μπροστά μέχρι τη μέση και κούμπωνε με κόπτσες ή ζάβες, είτε μπροστά στο μέσο του στήθους είτε σταυρωτά στο πλάι. Το άνοιγμα του στήθους και τις μανσέτες συνήθιζαν να τις διακοσμούν με βελούδινες λωρίδες και άλλα κεντητά σχέδια. Μερικές γυναίκες διακοσμούσαν τον ποδόγυρο με στενή βελούδινη λωρίδα ή με κέντημα 10-15 εκ. πιο πάνω. Εσωτερικά το φόρεμα, για να είναι σταθερό και να αντέχει στο χρόνο, το επένδυαν ("το ’βαναν φάρσωμα") με ύφασμα δεύτερης ποιότητας.  Αλατζένιου (αλατζέ) φουστάνι: Καθημερινό φόρεμα κατασκευασμένο με μονόχρωμο, ριγωτό ή καρό, γερό αγοραστό ύφασμα.
4.2.5. Τσικέτο: Αμάνικο, κοντό γιλέκο, ανοιχτό μπροστά. Κεντημένο με χρυσoλουτρά (σιρίτι χρυσό) και διακοσμημένο με διάφορα μοτίβα. Το φορούσαν πάνω από το φόρεμα και αποτελούσε στοιχείο της γιορτινής και νυφικής φορεσιάς.
4.2.6. Ποδιά: Υπήρχαν οι μάλλινες ποδιές υφαντές στον αργαλειό και οι αγοραστές. Οι υφαντές ήταν μονόχρωμες ή ριγωτές, σε διάφορα χρώματα, μαύρες, κρασάτες (βαθύ κόκκινο χρώμα), πράσινες, κίτρινες, μπλε, πορτο-καλί κ.ά. Τις διακοσμούσαν στο κάτω μέρος, με στενή, μαύρη, αγοραστή κατφιδένια λωρίδα και στην κάτω άκρη με πλεχτή στο χέρι δανδέλα σε διά-φορα χρώματα. Οι ποδιές αυτές αποτελούσαν κύριο στοιχείο της καθημερι-νής φορεσιάς.
Οι αγοραστές ήταν από υφάσματα κατφιδένια, στόφες και άλλα πολύ-τιμα υφάσματα σε διάφορα χρώματα. Ήταν διακοσμημένες στο κάτω μέρος με στάχυα (κρόσσια) και στην κάτω άκρη με δαντέλα πλεχτή στο χέρι ή αγοραστή. Οι ποδιές αυτές αποτελούσαν κυρίως στοιχείο της γιορτινής και της νυφιάτικης φορεσιάς. Επίσης τις καθημερινές φορούσαν και ποδιές από αγοραστό καρό ύφασμα, το οποίο ονομάζονταν "Γαλλικό".
4.2.7. Τσιπούνι (γυναικείο σεγκούνι): Μαύρο, μάλλινο, αμάνικο επα-νωφόρι, κατασκευασμένο από αδίμητο ύφασμα. Πίσω, από τη μέση και κά-τω, σχηματίζονταν δεκατέσσερα περίπου λούκια, τα λαγκιόλια (λοξά κομμέ-νο φύλλο υφάσματος), σιδερωμένα καλά. Στα πλαϊνά είχε δύο τσέπες. Ήταν συνήθως διακοσμημένο γύρω-γύρω με τρεις- τέσσερις σειρές κόκκινη λου-τρά (μεταξωτό γαϊτάνι). Μπροστά, στο στήθος, η διακόσμηση ήταν μεγαλύ-τερη, με διάφορα σιρίτια και μοτίβα ίδιου χρώματος. Το σιγκούνι το κατα-σκεύαζαν και το κεντούσαν ειδικοί ραφτάδες, αποτελούσε δε ένα από τα κυριότερα στοιχεία της προίκας των γυναικών. Το τσιπούνι φοριόταν πάνω από το φόρεμα και αποτελούσε στοιχείο της καθημερινής και της γιορτινής φορεσιάς. Τα τελευταία χρόνια το τσιπούνι αντικαταστάθηκε από το παλτό.
4.2.8. Κάπα: Μαύρο, μάλλινο, αμάνικο επανωφόρι κατασκευασμένο από φλοκάτο ύφασμα. Αποτελείτο από κομμάτια υφάσματος, τις μάνες (μάνα, μονοκόμματο ίσιο φύλλο υφάσματος), τα οποία στο επάνω μέρος ήταν αρκετά στενά, ενώ από τη μέση και κάτω φάρδαιναν αρκετά. Ήταν διακοσμημένη γύρω-γύρω με δύο σειρές κρασάτα σιρίτια (λουτρά) ραμμένα πάνω σε στενή κόκκινη λωρίδα υφάσματος ίδιου χρώματος. Πίσω, στην πλάτη, η διακόσμηση ήταν μεγαλύτερη, με διάφορα σιρίτια και μοτίβα, τα "πλια" ίδιου χρώματος. Το φορούσαν το χειμώνα πάνω απ’ το τσιπούνι, για προστασία από το κρύο.

4.2.9. Μαντίλι: α) Τσίπα: Μαντίλι τριγωνικό ή τετράγωνο που το δί-πλωναν στα δύο και το έδεναν στο κεφάλι. Το κατασκεύαζαν από αγοραστό ύφασμα, βαμβακερό ή μεταξωτό, σε διάφορα χρώματα κυρίως όμως σε μαύ-ρο ή σκούρο μπλε (οι νύφες έβαζαν άσπρο ή χρωματιστό). Ήταν διακοσμη-μένο με χειροποίητη δαντέλα φάρδους δύο δάχτυλα περίπου, η οποία σχη-μάτιζε τα κοκάκια.
Ο κεφαλόδεσμος των γυναικών δενόταν ανάλογα με την ηλικία και την περίσταση ως εξής: Οι νέες κοπέλες χτένιζαν τα μαλλιά τους δεξιά-αριστερά δημιουργώντας στη μέση και λίγο προς τα αριστερά χωρίστρα, την οποία στερέωναν με τσιμπιδάκια. Στη συνέχεια, αφού έπλεκαν τα μαλλιά τους σε δύο κόσες (κοτσίδες) δεξιά - αριστερά, τοποθετούσαν την τσίπα (μαντίλι) στο επάνω μέρος του κεφαλιού και αφού περνούσαν τις δύο άκρες του από το πίσω μέρος του κεφαλιού, τις έδεναν επάνω στο κεφάλι με τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται η χωρίστρα και η δαντέλα με τα κουκάκια. Φρόντιζαν οι δύο κόσες να κρέμονται ελεύθερες μπροστά ή πίσω. Οι μεγαλύτερες σε ηλικία, αφού έπλεκαν τα μαλλιά κόσες, τις έδεναν μεταξύ τους δημιουργώντας "κόθορο", πάνω στον οποίο στήριζαν το μαντίλι. Υπήρχε και έτοιμος κό-θορος, πλεγμένος από τα ίδια τους τα μαλλιά. Στη συνέχεια τοποθετούσαν την τσίπα (μαντίλι) στο επάνω μέρος του κεφαλιού και, αφήνοντας, τη μια γωνία του μαντιλιού να κρέμεται λίγο προς τα πίσω, τύλιγαν το μαντίλι γύρω-γύρω στο κεφάλι καλύπτοντας τα μαλλιά τους μέχρι το μέτωπο. Το δέσιμο αυτό του μαντιλιού το ονόμαζαν "κουρούκι". Όταν κάποια γυναίκα δεν έδενε καλά το μαντίλι, της φώναζαν: "Δέσε το κουρούκι καλά" ή "βάλ’ του κουρούκι καλάαα". Παλιότερα, μέχρι το 1935 περίπου, οι γυναίκες στο κεφάλι φορούσαν μικρό σκούφο κεντητό, κόκκινο ή καφέ, τον οποίο στήριζαν στο κεφάλι με τσιμπιδάκια. Οι νύφες φορούσαν σκέπη και τέλια μέχρι κάτω, για να μη φαίνεται το πρόσωπο. β) Μπέτσκου: Μαντίλι τετράγωνο, μαύρο ή σκουρόχρωμο, διακοσμημένο γύρω-γύρω με πόχα (δυο σειρές κομποδεμένα κρόσσια) ή δαντέλα πλεχτή. Το μπέτσκου μαντίλι το φορούσαν οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας ή οι γυναίκες που ήθελαν να εκφράσουν λύπη, επάνω από την τσίπα, τυλίγοντας το κεφάλι και το λαιμό. Το δέσιμο αυτό του μαντιλιού ονομάζονταν "μπουρμπούλα".
4.2.10. Τσιράπια-Κάλτσες: Μάλλινες, πλεχτές στο χέρι, συνήθως μαύρες. Έφταναν μέχρι το επάνω μέρος της γάμπας, όπου στερεώνονταν με στριφτό σχοινί. Υπήρχαν και άσπρες, με πολύχρωμα κεντητά λουλούδια στα κότσια και άλλα σχέδια στη φτέρνα και τη μύτη.
4.2.11. Παπούτσια (κορδέλια): Υποδήματα δερμάτινα με φαρδιά τα-κούνια, τα οποία κατασκεύαζαν στον τσαγκάρη στα Γρεβενά ή στους τοπι-κούς τσαγκάρηδες. Οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας, τις καθημερινές, για ευκολία και οικονομία, φορούσαν πάνω από τις κάλτσες τα πατσίκια, που ήταν είδη υποδημάτων πλεγμένων με χοντρό νήμα.
4.2.12. Ζακέτα: Επανωφόρι πλεχτό στο χέρι με μανίκια σε διάφορα χρώματα, το οποίο κούμπωνε μπροστά. Αποτελούσε στοιχείο της καθημε-ρινής φορεσιάς.
4.2.13. Παλτό: Νεότερος χειμερινός γυναικείος μαύρος επενδύτης με μανίκια, οποίος αντικατέστησε το τσιπούνι και την κάπα. Κατασκευαζόταν από αδίμιτο ύφασμα, που μερικές φορές προερχόταν από το σεγκούνι, το οποίο χαλούσαν. Το επένδυαν γύρω- γύρω με κατφέ (ως τρία δάχτυλα) και το διακοσμούσαν μπροστά με παρδαλό ύφασμα για να φαίνεται περήφανο. Τα φορούσαν κυρίως οι νεότερες γυναίκες.
4.2.14. Αντερί: Εξωτερικό ρούχο με μανίκια από βαμβακερό ύφασμα σε διάφορα χρώματα. Αποτελούσε στοιχείο της καθημερινής φορεσιάς και, όταν κάποια γυναίκα περπατούσε σε κεντρικό σημείο του χωριού φορώντας το αντερί, τής φώναζαν: "μώρ’ που πας μ’ τ’ αντερί".
4.2.15. Σκουμποδέτης: Πολύχρωμο σχοινί πλεχτό στο χέρι, το οποίο χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για να δένουν πίσω το αντερί ή το σεγκούνι, ώστε να μην τις εμποδίζει στης δουλειές τους.


4.3. Η παιδική και εφηβική φορεσιά

Μέχρι τα έξι χρόνια περίπου, μέχρι τα παιδιά πάνε στο σχολείο, η παιδική φορεσιά (αγοριών κοριτσιών) αποτελούνταν από ένα είδος φούστας, τις ποδιούλες ή φουστανάκια. Ήταν απλή, σκουρόχρωμη και εξασφάλιζε αφ’ ενός μεν την προστασία από το κρύο, αφ’ ετέρου δε την άνεση στο παιγνίδι. Οι ποδιούλες για παιδιά, όπως ονομάζονταν, κατασκευάζονταν από υφάσματα υφαντά στον αργαλειό ή έτοιμα βαμβακερά. Αποτελούνταν από το κορμούλι, στο επάνω μέρος, ενωμένο με φούστα, πιασμένο στη μέση με ζούνα. Τις ποδιούλες τις φορούσαν πάνω από τη μάλλινη φανέλα και έφτα-ναν λίγο κάτω από το γόνατο. Στα πόδια φορούσαν πλεχτές μάλλινες κάλ-τσες και παπούτσια (κορδέλια).
Τα αγόρια από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού και μέχρι την εφηβεία, κατά την οποία φορούσαν την αντρική μαύρη φορεσιά, φορούσαν πουκά-μισο σκουρόχρωμο, που έφτανε λίγο πιο πάνω από τα γόνατα. Είχε στενά μανίκια και παπαδίστικο γιακά. Στη μέση ήταν πιασμένο με ζούνα . Στο κάτω μέρος του σώματος φορούσαν κιλότα, είδος υφαντού, μάλλινου, κοντού παντελονιού (λίγο πιο κάτω από το γόνατο). Ήταν φαρδύ στους μηρούς, στενό στα γόνατα, και κατέληγε μέσα στις μακριές μάλλινες κάλτσες. Ανάλογα με την εποχή φορούσαν μόνο κοντό παντελόνι με πλεχτή μπλούζα ή πουκάμισο. Το χειμώνα φορούσαν υφαντό μάλλινο σακάκι. Στα πόδια φορούσαν παπούτσια (κορδέλια). Στο κεφάλι δεν φορούσαν τίποτα
Τα κορίτσια της ίδιας ηλικίας και μέχρι την εφηβεία, κατά την οποία φορούσαν τη γυναικεία φορεσιά, φορούσαν τα "φουστανούλια", που ήταν  ένα είδος υφαντού μάλλινου ή βαμβακερού πουκαμίσου που έμοιαζε με φό-ρεμα. Φορούσαν επίσης γκορνούλες και ζακέτες. Στα πόδια φορούσαν μάλ-λινες κάλτσες και παπούτσια.

4. 4. Αντρικά  και γυναικεία κοσμήματα - στολίδια και εξαρτήματα.

4.4.1. Κομπολόι: Αντρικό "παιγνίδι" των νέων αλλά και των γερόν-των. Κατασκευαζόταν από κεχριμπαρένιες χάντρες περασμένες σε χοντρό σχοινί ή από χάντρες κατασκευασμένες, συνήθως από τα κορίτσια, με πο-λύχρωμα μονίστια (μικρές χαντρούλες). Στην άκρη κατέληγαν σε πολύχρω-μες φουντίτσες.
4.4.2. Κλούτσα: Ξύλινο ραβδί του βοσκού κατασκευασμένο από ξύλο κρανιάς και πυξαριού. Το χρησιμοποιούσαν για να στηρίζονται στο περπά-τημα και στη στάση, αλλά και για να πιάνουν από το πόδι τα ζωντανά τους.
4.4.3. Σιουλάχι: Δερμάτινη (πέτσινη) ζώνη, που φοριόταν πάνω από το ζωνάρι και μέσα της τοποθετούσαν τα λεφτά, το μαντίλι, το μαχαιράκι κ.ά.
4.4.4. Κιουστέκια: Το μονό κιουστέκι με τις αλυσίδες, το χρησιμο-ποιούσαν οι άνδρες για να κρεμούν το ρολόι, το οποίο τοποθετούσαν σε μικρό τσεπάκι (σουπανάκι) στο τσιαμαντάνι και οι γυναίκες ως στόλισμα του στήθους. Το διπλό κιουστέκι ήταν κόσμημα το οποίο αποτελούνταν από σει-ρές αλυσίδες, που ενώνονταν με τρεις "πλάκες" διακοσμημένες με διάφορα θέματα. Τα κιουστέκια, με δέκα έως δεκαπέντε αλυσίδες, τα φορούσαν οι άνδρες ως στόλισμα του στήθους, πιασμένα με διακοσμητικoύς γάντζους (τσέπια) ή με ζάβες. Με λιγότερες αλυσίδες (αλτσιδομάχαιρα, αλυσίδα, σουγιάς) τα φορούσαν και οι γυναίκες για να συγκρατούν τον ασημοσουγιά, τον οποίο κρεμούσαν από το τσικέτο και έφτανε μέχρι το μέσο του φορέματος.
Το Τσαπράζι ήταν κιουστέκι, το οποίο φορούσαν κυρίως οι καπετανα-ραίοι και οι τσελιγκάδες. Αποτελούνταν από ένα κεντρικό κόσμημα, την πλάκα, και τέσσερις άλλες μικρότερες ενωμένες με οχτώ έως δεκαπέντε σει-ρές αλυσίδες, που σχημάτιζαν σταυρό. Στερεωνόταν στους ώμους και τη μέση με τέσσερα τσέπια ή πιαστούρια.
4.4.5. Φλουριά: Κόσμημα από διάφορα χρυσά ή ασημένια νομίσματα. Υπήρχαν τα πεντάρικα, δεκάρικα και εικοσάρικα, φλουριά. Τα κρεμούσαν σε μία ή δύο σειρές με αλυσίδα μπροστά στο στήθος. Τα φλουριά τα δια-κοσμούσαν γύρω - γύρω με διάφορα σχέδια και τα κρεμούσαν σκουλαρίκια ή μπροστά στο στήθος.
4.4.6. Κουμπιά: Αυγόσχημα ασημένια γυναικεία στολίδια του στή-θους, περασμένα σε αλυσίδα. Τα κρεμούσαν απ’ το λαιμό μπροστά και τα στερέωναν με τα τσέπια.
4.4.7. Ζώνη-παυτάδια: Η ζώνη ήταν απαραίτητο εξάρτημα της γιορ-τινής και νυφιάτικης φορεσιάς. Υπήρχαν απλές ζώνες, που κατασκευάζον-ταν από ύφασμα βελούδο, κεντημένο ή όχι, αλλά και ασημένιες (ασημοζού-ναρο) γύρω-γύρω. Τα παυτάδια ήταν ασημένια πόρπη, που πιάνονταν με τα πιαστάρια στη ζώνη. Τα αγόραζαν από τους χρυσικούς στα Γρεβενά, τα Τρί-καλα και τα Γιάννενα. Αποτελούσαν στοιχείο της επίσημης και της νυφιά-τικης ενδυμασίας.
4.4.8. Δαχτυλίδι: Κόσμημα των δακτύλων, χρυσό ή ασημένιο, με διά-φορα διακοσμητικά σχέδια.
4.4.9. Μπιλιτζίκια: Κόσμημα του χεριού (βραχιόλι) ασημένιο, το οποίο ήταν ανοιχτό και τοποθετούνταν στον καρπό "κλειδώνοντας" με ειδικό τρόπο.
4.4.10. Χαϊμαλί- Φυλακτό: Αγοραστό, ασημένιο φυλακτό-κόσμημα με αλυσίδα, διακοσμημένο με διάφορα αγιογραφικά θέματα. Υπήρχαν και χειροποίητα, φτιαγμένα από τους ιδίους τους κατοίκους με μονίστια. Τα φορούσαν, κυρίως οι νέοι, κρεμαστά λοξά από το λαιμό και τον ώμο, για να μην “αποκρούονται”.
Οι γυναίκες φορούσαν ασημένιες ή χρυσές καδένες και σκουλαρίκια.



[1] Ο όρος παραδοσιακή φορεσιά εννοεί την ενδυμασία, με τα κοσμήματα και τα λοιπά στολίδια και εξαρτήματα που παλιότερα, μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο περίπου, εξυπηρετούσε τις ανάγκες ένδυσης του ελληνικού λαού. Στα μεγάλα αστικά κέντρα η ημερομηνία αυτή μετατίθεται λίγο πιο πίσω. Πολλές από αυτές τις φο-ρεσιές διασώζονται σήμερα σε λαογραφικά μουσεία, ιδιωτικές συλλογές και αλλού. Όπως κάθε έκφραση λαϊκής δημιουργίας, έτσι και οι παραδοσιακές φορεσιές πήραν την σημερινή τους μορφή μετά από μακραίωνη διαδρομή αλληλοεπιδράσεων και εξελίξεων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Ιδιαίτερα κατά τη βυζαντινή περίοδο η εξέλιξη της ενδυμασίας ήταν επαναστατική, όχι μόνο λόγω της χρήσης πολύτιμων υφασμάτων, χρυσοκέντητων και ασημοκέντητων σχεδίων και βαρύτιμων κοσμημά-των, αλλά και λόγω της στερεότητας και κομψότητας των κατασκευών. Στην τουρ-κοκρατούμενη Ελλάδα, παρά το γεγονός των καταπιέσεων των διωγμών και των λεηλασιών του ελληνικού λαού, μετά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα δημιουργήθη-καν θαυμαστά έργα τέχνης βασισμένα πάνω στη βυζαντινή εκκλησιαστική και κο-σμική παράδοση. Ειδικότερα, στον τομέα της αργυροχρυσοχοΐας, τα εργαστήρια της Ηπείρου και της Αρκαδίας παρήγαγαν θαυμαστά έργα τέχνης. Η μεγάλη ποικιλία, οι παραλλαγές και η ομορφιά των παραδοσιακών φορεσιών διαφόρων περιοχών της πατρίδας μας προκαλεί κατάπληξη αλλά ταυτόχρονα και μεγάλη δυσκολία σε όποιον αποφασίσει να ασχοληθεί περισσότερο με τη μελέτη των παραδοσιακών φο-ρεσιών. Παλιότερα, στον ίδιο χώρο, η κοινωνική τάξη, το επάγγελμα, η ηλικία, το φύλο, η κοινωνική θέση, η γεωγραφία της περιοχής κ.ά., καθόριζαν τον ιδιαίτερο τύπο της φορεσιάς που έπρεπε να φορέσει κάθε άτομο, με αποτέλεσμα να δημιουρ-γείται μια πραγματικά μοναδική και ταυτόχρονα τεράστια ποικιλία παραδοσιακών φορεσιών.
[2] Δίμιτο (το) (ουσ.) (δις +μίτος =κλωστή) ύφασμα πυκνοϋφασμένο με δύο κλωστές (μίτους). Λεξικό της δημοτικής. Ορθογραφικό Ερμηνευτικό- Ετυμολογικό. "Εταιρεία Ελλ. Εκδόσεων".
[3] Βαβρίτσας Στέργιος, συνέντευξη (1990).
[4] Δεν βρέθηκε, παρά τις προσπάθειες, πλήρης φορεσιά.

























































[5] Γενικά οι παραδοσιακές φορεσιές χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: α) Καθημερινή, β) Γιορτινή, και γ) Νυφική. Εκτός από τον παραπάνω διαχωρισμό, η γνωστή συγ-γραφέας και λαογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη μετά από μελέτη πολλών χρόνων, κατέληξε σε μια νέα και πρωτότυπη κατάταξη, πολύ σημαντική για την έρευνα: τη μορφολογική. Έτσι οι γυναικείες φορεσιές χωρίστηκαν σε τρεις βασικές κατηγορίες και σε άλλες δύο οι αντρικές (Χατζημιχάλη 1977 & 1983). Γυναικείες φορεσιές: α) οι φορεσιές με το σιγκούνι β) οι φορεσιές με το καβάδι γ) οι φορεσιές με το φουστά-νι. Αντρικές φορεσιές: α) η φουστανέλα β) η Βράκα. Ο Χρήστος Μπρούφας (χ.χ.) τη φορεσιά της Ελληνίδας την κατατάσσει σε τρεις τύπους: α) τη χωρική, που συνή-θως κατασκευαζόταν από χειροποίητα υφάσματα, με τα βαμβακερά πουκάμισα και σαγιάδια και τα μάλλινα σεγκούνια από πάνω, όπως των Αλώνων Φλώρινας, της Κορινθίας και της Καραγκούνας, β) τη φορεσιά ανατολικού αστικού τύπου, με τα καβάδια, τα αντεριά και τους τζουμπέδες που ράβονταν από ακριβά υφάσματα, όπως η παλιά γιαννιώτικη, η ποντιακή, η της Σίλης Ικονίου και όλες σχεδόν οι παλαιότε-ρες φορεσιές των αστικών κέντρων και γ) τη νεότερη φορεσιά δυτικού αστικού τύπου, της οποίας χαρακτηριστικό της είναι το μακρύ πολύπτυχο φόρεμα από μετα-ξωτή πολυτελή στόφα που αντικαθιστά τα καβάδια ή πέφτει από πάνω και ντύνει τα παλιά βαμβακερά πουκάμισα. Έχει ως πανωφόρι είτε ένα μάλλινο κεντημένο σεγ-κούνι όπως η φορεσιά της Βοβούσας, του Μετσόβου της Βλάστης, είτε ένα τσόχινο κεντημένο με λεπτό χρυσογάϊτανο γιλέκο, όπως της Βέροιας, της Νάουσας, της Κα-στοριάς, της Σαμαρίνας και της "Αμαλίας".